- χαλεπαίνω
- Α [χαλεπός]1. γίνομαι χαλεπός, δυσάρεστος, δύσκολος, βαρύς, αγριεύω (α «μέγα βρέμεται χαλεπαίνων... ἄνεμος», Ομ. Ιλ.β. «εἰ καὶ μάλα περ χαλεπαίνει... χειμών», Ομ. Οδ.)2. (για πρόσ.) δυσφορώ, αγανακτώ, θυμώνω πολύ («Αἰσχύλε, λέξον, μηδ' αὐθαδῶς σεμνυνόμενος χαλέπαινε», Αριστοφ.)3. εξερεθίζω, εξοργίζω («χαλεπαίνει ὁ ὀργιζόμενος», Αριστοτ.)4. (το παθ.) χαλεπαίνομαιμέ μεταχειρίζονται σκληρά5. (ως ιατρ. όρος) εξάπτομαι.
Dictionary of Greek. 2013.